- βραχύς
- -εία, -ύ (AM βραχύς, -εῑα, -ύ)1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός2. (για χρόνο) σύντομος3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» — συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντααρχ.1. (για απόσταση) σύντομος, κοντινός2. (για αριθμό) μικρός3. (για πρόσωπα) ασήμαντος, τιποτένιος4. (για πράγματα) ευτελής, μηδαμινός5. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) βραχύ, το και «ἐν βραχεῑ», «πρός βραχύ» — για λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως < *mrghu- «βραχύς», συγγενής με αρκετούς τύπους της Ινδοϊρανικής και Γερμανικής, που ανάγονται στην ίδια ρίζαπρβλ. αρχ. ινδ. muhuh, muhu «ξαφνικά» (< *mrhu-) αβεστ. mƏrƏzu- «βραχύς», που απαντά ως α' συνθετικό στο mƏrƏzujēti-, mƏrƏzu-j (ĩ) va-, αρχ. άνω γερμ. (murg (i) «βραχύς», γοτθ. *maurgus < ga-maurgjan «βραχύνω» κ.ά. Τέλος το λατ. brevis «βραχύς» (< *mreghu-i-), με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα, συσχετίζεται από μερικούς με την ίδια ομάδα λέξεων.ΠΑΡ. βραχύνω, βραχύτητα (-της).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. βραχυ-. (Β' συνθετικό) βίβραχυς, πεντάβραχυς, τρίβραχυς αρχ. αμφίβραχυς, απαλοβραχύς, εξάβραχυς, ημίβραχυς, μεσόβραχυς, ολόβραχυς, πρόβραχυς, τετράβραχυς, υπόβραχυς].
Dictionary of Greek. 2013.